- στόφ(φ)α
- η штоф (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στόφ(φ)α — η, Ν 1. (υφαντ.) καλής ποιότητας ύφασμα, σχετικά χονδρό, το οποίο φέρει ελαφρώς προεξέχοντα σχέδια υφασμένα με νήματα μεταξιού, χρυσού ή αργύρου και χρησιμοποιείται σε κουρτίνες και ταπετσαρίες επιπλώσεων 2. (γενικά) ύφασμα 3. τα ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek